εξυβριστικός

εξυβριστικός
-ή, -ό
επίρρ. που γίνεται για εξύβριση ή που προκαλεί εξύβριση, ο προσβλητικός: Εξυβριστική επιστολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξυβριστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)· [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • λιβελλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιβελλογραφία, δυσφημιστικός, εξυβριστικός («λιβελλογραφικό δημοσίευμα»). επίρρ... λιβελλογραφικώς και ά υβριστικά, δυσφημιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • ονείδειος — ὀνείδειος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. ονειδιστικός, εξυβριστικός 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. ειος (πρβλ. παίδ ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”